Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η γιατρίνα

См. также в других словарях:

  • γιατρίνα — γιατρίνα, η και γιάτρισσα, η γυναίκα γιατρός: Φωνάξαμε μια γιατρίνα να εξετάσει τη μητέρα μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γιατρίνα — η 1. γιάτρισσα* 2. η γυναίκα τού γιατρού 3. το φυτό φλομόχορτο, μελίσσαντρος …   Dictionary of Greek

  • γιάτρισσα — και γιάτραινα και γιατρίνα, η 1. η ιατρός, η γιατρός 2. σύζυγος γιατρού 3. (ως επίθ. τής Παναγίας) αυτή που γιατρεύει και γενικά βοηθάει τους αρρώστους και τους αναξιοπαθείς («τής Παναγίας τής Γιάτρισσας», 8 Σεπτ.) …   Dictionary of Greek

  • γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… …   Dictionary of Greek

  • ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… …   Dictionary of Greek

  • Στζόμορυ, Ντετζό — (Szomory). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ούγγρου διηγηματογράφου και κωμωδιογράφου Mορ Βάιτς (Πέστη 1869 – Βουδαπέστη 1944). Άρχισε την καριέρα του ως δημοσιογράφος το 1889, για να αποφύγει τη στράτευσή του πήγε στο Παρίσι, όπου παρέμεινε έως το… …   Dictionary of Greek

  • ιατρός — ιατρός, ο και γιατρός, ο θηλ. γιατρίνα και γιάτρισσα 1. επιστήμονας που ασχολείται με τη θεραπεία των σωματικών, διανοητικών και ψυχικών ασθενειών. 2. μτφ., ό,τι συντελεί στη θεραπεία: Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός κάθε στενοχώριας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»