-
1 женщина
-
2 врач
врачм ὁ γιατρός, ὁ ἱατρός:жеищииа· \врач ἡ ίατρός, ἡ γιάτρισσα, ἡ γιατρίνα· зубной \врач ὁ ὁδοντογιατρός1 военный \врач ὁ στρατιωτικός γιατρός· ветеринарный \врач ὁ κτηνίατρος· дежу́рный \врач ὁ ἐφημερεύων γιατρός· главный \врач ὁ ἀρχίατρος -
3 женщина
женщинаж ἡ γυναίκα, ἡ γυνή:\женщинаврач ἡ γιάτρισσα, ἡ γιατρίνα. -
4 врач
-а α.γιατρός, ιατρός•главный врач αρχίατρος•
женщина— γιατρίνα, γιάτρισσα•
военный врач στρατιωτικός γιατρός•
дежурный врач εφημερεύων γιατρός•
вызывать -а на дом καλώ το γιατρό στο σπίτι.
-
5 врачиха
-и θ.γιατρίνα, γιάτρισσα. -
6 женщина
-ы θ.γυναίκα•замужняя женщина παντρεμένη γυναίκα•
женщина врач γιατρίνα, γιάτρισσα•
волевая ή энергичная женщина δραστήρια γυναίκα•
пустая женщина άμυαλη γυναίκα, γύναιο•
сварливая μίζερη γυναίκα•
мужеподобная женщина αντρογυναίκα.
-
7 лекарка
-и θ.γιάτρισσα, γιατρίνα.(διαλκ.) κομπογιανίτισσα. -
8 лекарша
-и θ. (παλ. κ. απλ.)1. η σύζυγος του γιατρού.2. γιατρίνα, γιάτρισσα.
См. также в других словарях:
γιατρίνα — γιατρίνα, η και γιάτρισσα, η γυναίκα γιατρός: Φωνάξαμε μια γιατρίνα να εξετάσει τη μητέρα μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιατρίνα — η 1. γιάτρισσα* 2. η γυναίκα τού γιατρού 3. το φυτό φλομόχορτο, μελίσσαντρος … Dictionary of Greek
γιάτρισσα — και γιάτραινα και γιατρίνα, η 1. η ιατρός, η γιατρός 2. σύζυγος γιατρού 3. (ως επίθ. τής Παναγίας) αυτή που γιατρεύει και γενικά βοηθάει τους αρρώστους και τους αναξιοπαθείς («τής Παναγίας τής Γιάτρισσας», 8 Σεπτ.) … Dictionary of Greek
γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… … Dictionary of Greek
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek
Στζόμορυ, Ντετζό — (Szomory). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ούγγρου διηγηματογράφου και κωμωδιογράφου Mορ Βάιτς (Πέστη 1869 – Βουδαπέστη 1944). Άρχισε την καριέρα του ως δημοσιογράφος το 1889, για να αποφύγει τη στράτευσή του πήγε στο Παρίσι, όπου παρέμεινε έως το… … Dictionary of Greek
ιατρός — ιατρός, ο και γιατρός, ο θηλ. γιατρίνα και γιάτρισσα 1. επιστήμονας που ασχολείται με τη θεραπεία των σωματικών, διανοητικών και ψυχικών ασθενειών. 2. μτφ., ό,τι συντελεί στη θεραπεία: Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός κάθε στενοχώριας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)